Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολονυκτί — ὁλονυκτί (Μ) επίρρ. βλ. ολονυχτίς … Dictionary of Greek
ολονυχτίς — και ολονυκτίς (Μ ολονυκτί) επίρρ. καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. όλη νύχτα με επιρρμ. κατάλ. ίς, κατά το νωρίς] … Dictionary of Greek